- αγκωνίτης
- ο [αγκώνας]1. ο αγκώνας τού χεριού2. ο ακρογωνιαίος λίθος ενός οικοδομήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… … Dictionary of Greek
Αρισταίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας (2ος αι. μ.Χ.). Σε ένα επίγραμμα που αντέγραψε ο Κυριακός ο Αγκωνίτης εξυμνείται ως κατασκευαστής του περίφημου ναού του αυτοκράτορα Αδριανού στην Κύζικο της Μικράς Ασίας. 2. Επιστολογράφος (5ος αι. μ.Χ.) … Dictionary of Greek
Πιτσικόλι, Κυριακός — (Pizzicolli). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος, γνωστότερος ως Κυριακός ο Αγκωνίτης … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek